εισοδηματίας

εισοδηματίας
ο
αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εισοδηματίας — ο αυτός που εισπράττει εισοδήματα, που αποζεί από τα εισοδήματά του και όχι από την προσωπική του εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ραντιέρης — και ρεντιέρης, ο, Ν εισοδηματίας, αυτός που το εισόδημά του προέρχεται από έγγεια πρόσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rentier «εισοδηματίας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”